- αφικνούμαι
- varmak, gelmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αφικνούμαι — (AM ἀφικνοῡμαι, έομαι) [ικνούμαι] 1. φθάνω 2. έρχομαι, φθάνω κάπου ή σε κάποιον·|| αρχ. 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) απολήγω, καταλήγω, καταντώ 2. (μτφ. για σχέσεις με άλλους) έρχομαι ή φθάνω σε μια ορισμένη σχέση 3. φρ. «ἀφικνοῡμαι ἐπί...» ή… … Dictionary of Greek
ἀφικνοῦμαι — ἀφικνέομαι arrive at pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφικνέομαι arrive at pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία … Dictionary of Greek
αφίκω — ἀφίκω (Α) [ίκω] αφικνούμαι … Dictionary of Greek
αφικάνω — ἀφικάνω (Α) [ικάνω] (επικός τ. αντί αφικνούμαι) φθάνω κάπου … Dictionary of Greek
εξικάνω — ἐξικάνω (Α) αφικνούμαι, φτάνω πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ άν ω «φθάνω» (< ρίζα ικ τού ίκ ω «φθάνω» με παρέκταση αν κατά τα φθάνω, κιχάνω)] … Dictionary of Greek
εφικάνω — διαφ. τ. τού αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»] … Dictionary of Greek
ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… … Dictionary of Greek
καταφθάνω — και καταφτάνω (AM καταφθάνω, Μ και καταφθάζω και καταφτάνω) νεοελλ. μσν. 1. αφικνούμαι, φθάνω, έρχομαι 2. προλαβαίνω κάποιον που προηγείται, προφταίνω κάποιον 3. φθάνω απροσδόκητα, ξαφνικά 4. φθάνω έγκαιρα αρχ. 1. φθάνω ξαφνικά κάποιον και πέφτω… … Dictionary of Greek
προαφικνούμαι — έομαι, ιων. τ. προαπικνέομαι, Α [ἀφικνοῡμαι] φθάνω πρώτος … Dictionary of Greek
προσαφικνούμαι — έομαι, Α [ἀφικνοῡμαι] 1. φθάνω σε κάποιο μέρος, ιδίως για συνένωση με στρατιωτική δύναμη («προσαφιγμέναι γὰρ ἦσαν καὶ οἴκοθεν ἄλλαι νῆες πέντε καὶ τριάκοντα», Θουκ.) 2. πλησιάζω, προσεγγίζω … Dictionary of Greek